Χάρτης Πλοήγησης Συχνές ερωτήσεις Συνδέσεις
 
  Δραστηριότητες
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ
ΑΡΧΕΙΑ-ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Εκδόσεις
Δημοσιεύσεις
Εκδηλώσεις
ΝΕΑ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
 

ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ
ΣΥΛΛΟΓΕΣ

 




To παρόν έργο συγχρηματοδοτήθηκε
από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα
Κοινωνία της Πληροφορίας του
Γ΄ΚΠΣ (80% από ΕΤΠΑ - 20% από Εθνικούς Πόρους)
 
 
 
 
 
 

Δημοσιεύσεις

Τα μαθητικά συσσίτια στον Νομό Πρέβεζας την περίοδο 1955-1956

Στο αρχείο της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που φυλάσσεται στα ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Πρέβεζας βρίσκεται ένας φάκελος με την ένδειξη «Εκθέσεις των διευθυντών των σχολείων περί της λειτουργίας των μαθητικών συσσιτίων του 1955-1956» ο οποίος περιέχει 83 αναφορές των διευθυντών των σχολείων της πόλης και της περιφέρειας της Πρέβεζας. Από αυτές προκύπτει ότι σε 81 σχολεία της περιφέρειας (με εξαίρεση τα σχολεία της Κορυφούλας και της Παιδόπολης Ζηρού) πραγματοποιήθηκε διανομή συσσιτίων που διάρκεσε από τα μέσα Νοεμβρίου 1955 μέχρι περίπου το τέλος του Μαΐου ή αρχές Ιουνίου του 1956 με διάφορες αποκλίσεις από σχολείο σε σχολείο.
Στις εκθέσεις των διευθυντών καταγράφονται τόσο πρακτικές λεπτομέρειες που αφορούσαν την διοργάνωση των συσσιτίων (αριθμός παιδιών, διάρκεια, χορηγούμενες ποσότητες, κόστος) όσο και ποιοτικές εκτιμήσεις για τη σημασία και τα αποτελέσματα των συσσιτίων στην υγεία και στην επίδοση των μαθητών. Επίσης καταγράφονται τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά τη λειτουργία του θεσμού. Τέλος, δεν λείπουν και οι προτάσεις για τους τρόπους αντιμετώπισης των δυσχερειών ή για βελτιώσεις.
Από τις εκθέσεις προκύπτει ότι οι μαθητές λάμβαναν τα παρακάτω είδη στις αντίστοιχες ποσότητες: τυρί (10 δράμια), βούτυρο (5 δράμια) και ένα κύπελλο γάλα ως ρόφημα, που περιείχε 10 δράμια σκόνης γάλακτος και 3 δράμια ζάχαρη. Οι μαθητές λάμβαναν συνήθως το ρόφημα πριν την έναρξη του μαθήματος ενώ αργότερα, στο διάλειμμα, το τυρί και το βούτυρο το οποίο άλειφαν σε κομμάτια ψωμιού που έφερναν από το σπίτι τους. Του συσσιτίου φαίνεται να προηγείται προσευχή. Στα σχολεία μοιράστηκαν ποσότητες τροφίμων ανάλογα με τη μαθητική τους δύναμη, ωστόσο η ζάχαρη δεν ήταν αρκετή για να καλύψει το σύνολο του χρονικού διαστήματος με αποτέλεσμα να χρειαστεί τα σχολεία να προμηθευτούν συμπληρωματική ποσότητα από το ελεύθερο εμπόριο. Η παρασκευή του συσσιτίου γινόταν στο σχολείο. Κάθε σχολείο αντιμετώπισε διαφορετικά τα πρακτικά ζητήματα που σχετίζονταν με την παρασκευή του. Το έργο αυτό το ανάλαβαν είτε έμμισθες μαγείρισσες είτε οι ίδιοι οι μαθητές και μαθήτριες υπό την επίβλεψη των δασκάλων. Οι εμπλεκόμενοι με τα συσσίτια δάσκαλοι λάμβαναν κάποια αντιμισθία, ωστόσο δεν λείπουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπεύθυνοι δάσκαλοι (των συσσιτίων του Α. Δημοτικού, της Κρυοπηγής και του Μεγαδενδρίου) παραιτήθηκαν της αμοιβής τους προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα αγοράς ζάχαρης, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η χορηγηθείσα ποσότητα δεν επαρκούσε για το σύνολο του διαστήματος. Σε άλλες περιπτώσεις σχολείων, το απαιτούμενο ποσό καλύφθηκε με διάφορους τρόπους, ο συνηθέστερος των οποίων ήταν η απόλυση της έμμισθης μαγείρισσας και η ανάληψη του συσσιτίου από τους ίδιους τους μαθητές. Τα απαραίτητα μαγειρικά σκεύη είτε αγοράστηκαν, είτε νοικιάστηκαν, είτε διατέθηκαν δωρεάν από κατοίκους.
Οι μαθητές κατέβαλαν μηνιαίως το χρηματικό ποσό των 5 δραχμών  ενώ οι πιο άποροι (σε ποσοστό 20% επί του συνόλου των μαθητών) σιτίζονταν δωρεάν. Δεν λείπουν οι περιπτώσεις που οι διευθυντές υπογραμμίζουν την ένδεια των κατοίκων της υπαίθρου ζητώντας μάλιστα αύξηση του ποσοστού των δικαιούχων δωρεάν σίτισης. Η γενικευμένη ένδεια είχε ως αποτέλεσμα τον υποσιτισμό της πλειονότητας των μαθητών, όπως προκύπτει από τις αναφορές των δασκάλων στην προγενέστερη κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικές οι περιγραφές των διευθυντών του Γοργόμυλου και του Τσαγκαρόπουλου. Ο πρώτος σημειώνει: «Οι μαθηταί των ορεινών περιοχών δεν υποφέρουν μόνον από την γύμνια και ξυπολυσιά, αλλά και από την πείναν. Οι μαθηταί περνούσαν το γεύμα των με ένα ξερό κομμάτι ψωμί εξ αραποσίτου, εκτός ελαχίστων». Και ο δεύτερος σκιαγραφεί αναλυτικότερα την κατάσταση στην ελληνική ύπαιθρο: «Επαρατήρησα και εμελέτησα το ζήτημα της νυσταλέας στάσεως των περισσοτέρων μαθητών προ της παρασκευής του μαθητικού συσσιτίου. Ερώτησα ποιο ήτο το πρωϊνόν των ρόφημα. Ουδείς μαθητής μοι ανέφερεν πρωϊνόν ρόφημα ή πρωϊνόν φαγητόν. Εξεκίνουν δια το σχολείον τα περισσότερα παιδιά νηστικά ή με ένα κομμάτι ψωμί από καλομποκάλευρο. Το μεσημέρι το φαγητό των ήτο ξηρά τροφή, ελιές, αποβουτυρωμένο τυρί, κρεμμύδι. Ολίγας ημέρας η μητέρα των εμαγείρευε. Νοιώθοντας την πτώχειαν των, εδικαιολόγουν την νωθρότητα και την απροθυμία εις τα παιγνίδια, την απροθυμίαν εις την εντατικήν μελέτην των ανωτέρων τάξεων και την απροθυμίαν εις την παρακολούθησιν των μαθημάτων κατά τας τελευταίας ώρας».
Τα θετικά αποτελέσματα των συσσιτίων «τόσο από υγιεινής όσο και από παιδαγωγικής απόψεως» περιγράφονται άλλοτε με συντομία και άλλοτε με γλαφυρότητα. Ως προς την υγεία των μαθητών κοινή διαπίστωση αποτελεί η βελτίωση της εικόνας των μαθητών και η αύξηση του βάρους τους. Ο διευθυντής του σχολείου του Αγίου Ηλία Άσσου σημειώνει: «Κατά το διάστημα της λειτουργίας του πρωϊνού ροφήματος διεπιστώσαμεν αφ’ ενός μεν ότι τα ισχνά προσωπάκια των μαθητών μέσα στο διάστημα των πέντε μηνών πήραν το ρόδινο χρώμα της υγείας και της χαράς και η απόδοσις εις το σχολείον ήτο πολύ καλλιτέρα από πριν ως και η ανάπτυξις αυτών, αφ’ ετέρου δε διεπιστώσαμεν το γεγονός μιας αξιολόγου σωματικής και πνευματικής βελτιώσεως των συμμετασχόντων εις αυτό μαθητών». Ο διευθυντής του σχολείου του Βουβοποτάμου συμπληρώνει ως προς την σωματική βελτίωση των μαθητών: «το βάρος των ηυξήθη σημαντικώς και τούτου διεπιστώθη καθότι άπαντες οι μαθηταί εζυγίσθησαν τρεις φοράς, μιαν στην αρχήν της λειτουργίας του συσσιτίου, μιαν στο μέσον και μιαν στο τέλος» ενώ ο διευθυντής του σχολείου της Κλεισσούρας Φαναρίου γίνεται πιο αποκαλυπτικός καταγράφοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα «μαθητήν όστις εζυγίσθη συγχρόνως με την έναρξιν λειτουργίας των συσσιτίων και μετά παρέλευσιν μηνός το βάρος του σώματός του ηυξήθη κατά 1 ½ οκά».
Ως προς την παιδαγωγική σημασία των συσσιτίων, αξίζει να σημειωθεί ότι η παροχή συσσιτίων επισημαίνεται από τους δασκάλους ως μια από τις βασικότερες αιτίες της τακτικής φοίτησης των μαθητών, σε αντίθεση με την προηγούμενη κατάσταση κατά την οποία οι απουσίες ήταν συχνότερες. Επίσης, οι δάσκαλοι παρατηρούν ότι η απόδοση και η προσοχή των μαθητών βελτιώνεται. Ο διευθυντής του σχολείου του Αγίου Ηλία Άσσου σημειώνει: «Η απόδοσις των μαθημάτων εγένετο καλλιτέρα, η προσοχή των πλέον έντονος, η μνημοσύνη ζωηροτέρα. Αι απουσίαι επίσης αυτών αι οφειλόμεναι εις συνήθεις μικροαδιαθεσίας και οικιακάς ανάγκας αποφεύχθησαν και συνεπώς η αγαθή επίδρασις των συσσιτίων επί της κανονικής φοιτήσεως είναι αναμφισβήτητος. Καθ’ όλον το πεντάμηνον του συσσιτίου διεπιστώσαμεν φοίτησιν κανονικήν των μαθητών».
Η παιδαγωγική σημασία των συσσιτίων δεν περιορίζεται μόνο στην στενή εκπαιδευτική διαδικασία αλλά φαίνεται να επεκτείνεται στην γενικότερη διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Ο διευθυντής του σχολείου στην Αηδονία γράφει. «Εσυνήθισαν να τρώγουν όλοι μαζί, να λαμβάνουν με τη σειρά των το ρόφημα, να έχουν τάξιν, ακρίβειαν εις την ώραν, να φροντίζουν δια την καθαριότητα των σκευών τους». Και η διευθύντρια του Β΄ Δημοτικού Σχολείου Πρέβεζας προσθέτει: «Καλλιεργείται εν αυτοίς η κοινωνικότης, αποβάλλονται οι κακαί έξεις, εδραιούται η φιλοπατρία, σφυρηλατείται ο χαρακτήρ, εκβάλλεται η εγωκεντρική διάθεσις πολλών εξ αυτών, αναπτύσσεται η θρησκευτικότης, ο αλληλοσεβασμός και η αλληλοβοήθεια». Η καλλιέργεια αυτού του «οικογενειακού» κλίματος και της ομαδικότητας μεταξύ των μαθητών επισημαίνεται και από άλλους δασκάλους. Ενίοτε μάλιστα γίνεται μηχανισμός ώστε να καταπέσουν, έστω και εντός του σχολείου, οι υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις που υπήρχαν μεταξύ των μαθητών. Ο διευθυντής του σχολείου του Τρικάστρου αναφέρει το σχετικό χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Δύο μαθήτριαι μας αίτινες ανήκουν εις ευπορωτέραν οικογένειαν και κατ’ οίκον ήσαν δύστροποι εις το φαγητόν και διεκρίνοντο δια τας εγωιστικάς των διαθέσεις, συντόμως απέβαλλον αυτάς και ταυτοχρόνως απέβαλλον οι άλλοι μαθηταί το συναίσθημα της μειονεξίας έναντι αυτών. ‘‘Και η Ευτυχία τρώει μ’ εμάς τώρα’’, είπε και ξαναείπε κάποιος μαθητής». Η αναφορά στην κατ’ οίκον δυστροπία κατά το φαγητό μας παραπέμπει στις κακές έξεις (συνήθειες) που προανέφερε η διευθύντρια του Β΄ Δημοτικού. Επίσης, η μνεία ευπορώτερων μαθητών αποτελεί ένδειξη για το γεγονός ότι σε αυτήν τη ζοφερή κατάσταση που βίωνε ο λαός και οι μαθητές υπήρχαν πολλές εσωτερικές διαφοροποιήσεις και διαβαθμίσεις ανάμεσα στην ένδεια και την ευμάρεια, τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Και φυσικά, το συσσίτιο δεν μπορούσε να εξαλείψει τελείως αυτές τις διαφοροποιήσεις, ωστόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει σε αυτήν την κατεύθυνση. Ο διευθυντής της Φανερωμένης δίνει μιαν άλλην οπτική: «Η ποιότης του υπό των μαθητών φερομένου άρτου (άρτος εξ αραβοσίτου και εκ σίτου) αναγκάζει τους μαθητάς να αισθάνωνται στεναχωρίαν όταν προσέρχονται δια την λήψιν του ροφήματος και ίσως ενδομύχως παραπονούν δια την πτωχείαν τους έναντι των συμμαθητών των. […]. Αναγκαία όθεν η αντιμετώπισις της χορηγήσεως ενιαίου άρτου εκ τοπικών πόρων».
Έχουμε ήδη υπεισέλθει σε ζητήματα που ξεφεύγουν από τις καθαρά παιδαγωγικές στοχεύσεις των συσσιτίων. Κάτι τέτοιο το αντιλαμβάνονται και κάποιοι από τους διευθυντές που υπογραμμίζουν τις πολιτικές προεκτάσεις του εγχειρήματος. Όπως τονίζει η διευθύντρια του σχολείου στο Άνω Δεσποτικό: «Η δωρεάν παροχή του συσσιτίου επιδρά εις τον μαθητήν επί της αναπτύξεως του συναισθήματος της κοινωνικής αλληλεγγύης της οποίας αισθάνεται καταφανή τα αποτελέσματα. Αναπτύσσεται εις αυτόν ο σεβασμός και η αγάπη εις την έννοιαν του κράτους, του οποίου την στοργήν και το ενδιαφέρον δι’ αυτόν αισθάνεται άμεσα ο μαθητής, δια της παροχής του συσσιτίου». Δεν είναι όμως μόνο οι μαθητές αποδέκτες του πολιτικού μηνύματος. Όπως συμπληρώνει ο διευθυντής του σχολείου της Λυγιάς: «Τόσον οι μαθηταί όσον και οι κάτοικοι αντελήφθησαν ότι το κράτος στέκει στο πλευρό των και φροντίζει όχι μόνον δια την δημιουργίαν χρηστών πολιτών αλλά συγχρόνως και υγειών».
Θετική ήταν και η ανταπόκριση της πλειονότητας των μαθητών και των γονέων. Δεν λείπουν όμως και οι δυσκολίες. Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι δάσκαλοι φαίνεται να ήταν η υποχρέωση καταβολής εισφοράς από τους γονείς, καθώς μόνο το 20% των μαθητών εξαιρούνταν ως άποροι. Το ζήτημα επισημαίνεται ως πρόβλημα όχι μόνο λόγω της ένδειάς πολλών γονέων αλλά και για το γεγονός ότι οι δάσκαλοι έρχονταν στη δύσκολη θέση να ζητούν την είσπραξη του ποσού από τους γονείς, χωρίς πάντα αυτό να επιτυγχάνεται. Κάποιοι εκπαιδευτικοί μάλιστα επισημαίνουν τον κίνδυνο που ελλοχεύει η υποχρέωση είσπραξης. «Ο διδάσκαλος καταντά ζητιάνος που ζητιανεύει κάθε ημέρα και κανείς δεν τον ελεείται», λέει ο διευθυντής του σχολείου του Γοργόμυλου ενώ αρκετοί διευθυντές ζητούν να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος είσπραξης καθώς, όπως λέει χαρακτηριστικά ο διευθυντής του σχολείου του Τσαγκαρόπουλου:«Έτσι θα απεφεύγετο τα σχόλια εις βάρος του δημοδιδασκάλου και η εξευτέλισις του επαγγέλματός του, απαιτώντας καθημερινώς τη μηνιαία υποχρεωτικήν εισφοράν». Με τον τρόπο αυτό οι διευθυντές εκφράζουν την αγωνία τους για το κύρος και την εικόνα του λειτουργήματός τους. Η απροθυμία των γονέων να εκπληρώσουν την εισφορά τους συνδυάζεται συνήθως και με την δυνατότητα να παρέχουν οι ίδιοι στα παιδιά τους ως ρόφημα το γάλα που προερχόταν από τα οικιακά τους ζώα, κυρίως τους εαρινούς μήνες. Τέτοιες περιπτώσεις συναντάμε σε σχολεία όπως το Θεσπρωτικό, τη Παλαιά Φιλιππιάδα και τον Άγιο Θωμά, για τον οποίο είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του δασκάλου. «Πλείστοι μαθηταί δεν συμπαθούσαν το ρόφημα και τον τύρον διότι εις τας οικίας των έπιναν γάλα εκ των ζώων των. Επίσης δυστροπούσαν και εις την καταβολήν του αντιτίμου της μερίδας». Άραγε αυτή η προτίμηση στο φυσικό προϊόν των ζώων, σε αντίθεση με το γάλα σε σκόνη που παρείχε το σχολείο, να κρύβει και την παράμετρο της ποιοτικής διαφοράς μεταξύ των δύο προϊόντων;
Παρά τις δυσκολίες, όμως, δεν είναι λίγοι οι δάσκαλοι που όχι μόνο ζητούν τη συνέχιση του θεσμού αλλά και την επέκτασή του σε παροχή γευμάτων. Θα κλείσουμε με την καταληκτική παράγραφο του διευθυντή του σχολείου του Χειμαδιού. «Ευχής έργον η λειτουργία μαθητικών συσσιτίων, εαν δε ληφθεί υπ’ όψιν και η πενία των κατοίκων, ως η του χωρίου τούτου, ήτις ευρίσκεται εις τοιούτον σημείον ώστε ν’ αποτελή εν περιπτώσεσι τινές το παραχωρούμενον τούτο ρόφημα την μοναδικήν τροφήν των μαθητών, καθίσταται έτι περισσότερον επιτακτική η ανάγκη όχι μόνον της συνεχίσεως του συσσιτίου τούτου κατά τα επόμενα σχολικά έτη, αλλά και της δια παντός νομίμου τρόπου επεκτάσεως του και εις την παροχήν γεύματος εις ποσοστόν τι έστω των τελείως απόρων μαθητών».
Αξιοποιώντας τις αυθεντικές μαρτυρίες των δασκάλων, προσπαθήσαμε σε λίγες γραμμές να μεταφέρουμε το κλίμα της εποχής. Τα σχολικά αρχεία έχουν πολλά να μας αποκαλύψουν ακόμα για μια ευρεία δέσμη θεμάτων και περιμένουν με υπομονή, χρόνια τώρα, τους ερευνητές που θα αναδείξουν τις πτυχές της εκπαιδευτικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής του παρελθόντος.