Χάρτης Πλοήγησης Συχνές ερωτήσεις Συνδέσεις
 
  Δραστηριότητες
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ
ΑΡΧΕΙΑ-ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Εκδόσεις
Δημοσιεύσεις
Εκδηλώσεις
ΝΕΑ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
 

ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ
ΣΥΛΛΟΓΕΣ

 




To παρόν έργο συγχρηματοδοτήθηκε
από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα
Κοινωνία της Πληροφορίας του
Γ΄ΚΠΣ (80% από ΕΤΠΑ - 20% από Εθνικούς Πόρους)
 
 
 
 
 
 

Δημοσιεύσεις

Μια Μακαρονοποιία στην Πρέβεζα την περίοδο του Μεσοπολέμου

Ένα από τα σημαντικότερα δημόσια αρχεία που φυλάσσονται στην υπηρεσία των ΓΑΚ – Αρχείων Ν. Πρέβεζας είναι το αρχείο της Διεύθυνσης Βιομηχανίας της τέως Νομαρχίας Πρέβεζας. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει μια πληθώρα φακέλων που αφορούν τις βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες που κατά καιρούς λειτούργησαν στο  νομό Πρέβεζας. Το συγκεκριμένο αρχείο έχει συγκροτηθεί για καθαρά διοικητικούς λόγους περιλαμβάνοντας στοιχεία μόνο για τα ζητήματα αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Βιομηχανίας. Έτσι για παράδειγμα, στους φακέλους μπορεί κανείς να συναντήσει πληροφορίες για τις εκδόσεις αδειών λειτουργίας και για τον μηχανολογικό εξοπλισμό των μονάδων, αλλά όχι για το προσωπικό που τις στελέχωνε, ώστε να αποκτούσαμε μιαν εικόνα του εργατικού δυναμικού της πόλης στον βιοτεχνικό και βιομηχανικό τομέα. Εντούτοις, ακόμα και έτσι, το αρχείο αυτό παρέχει ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες για τη βιομηχανική ανάπτυξη αλλά και την τοπογραφία της Πρέβεζας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, όποτε και παρατηρούμε την ίδρυση βιοτεχνικών επιχειρήσεων και μάλιστα από πρόσωπα που εγκαθίστανται για αυτό το σκοπό στην πόλη, προερχόμενα από άλλες περιοχές. Ο λόγος είναι ίσως περισσότερο από προφανής. Το λιμάνι της πόλης και η σημασία του στις θαλάσσιες μεταφορές, που καταλαμβάνουν ακόμα κυρίαρχη θέση στο διαμετακομιστικό εμπόριο, ευνοεί την ανάπτυξη εμπορικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων στην πόλη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 εντοπίζουμε την άφιξη και έναρξη της δραστηριότητας βιοτεχνών που ίδρυσαν ξυλουργεία (πχ. Δ. Καράμπελας, Κοτσίνης) ή ελαιοτριβεία (Ι. Σάμιος, Αφοί Καλημέρη). Οι τελευταίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της μετεγκατάστασης νέου πληθυσμού καθώς αρχικά ανέλαβαν την λειτουργία Ηλεκτρικής Εταιρείας στην Πρέβεζα ενώ αργότερα ίδρυσαν και πυρηνελαιουργείο - σαπωνοποιείο στο Βαθύ. Περισσότερα στοιχεία για τη δράση τους αλλά και γενικότερα για τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην Πρέβεζα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου μπορεί να αναζητήσει κανείς στο βιβλίο του κ. Γιώργου Μουστάκη, «Τα Πρεβεζάνικα».
Μια ακόμα περίπτωση, σχετικά άγνωστη, της νέας πραγματικότητας που δημιουργήθηκε στην Πρέβεζα αυτήν την περίοδο υπήρξε και η Μακαρονοποιία των Αναγνωστόπουλου – Σαμίου. Το εργοστάσιο αυτό βρισκόταν μεταξύ της οδού Μπιζανίου και της σημερινής Λεωφόρου Ειρήνης, η οποία τότε δεν υπήρχε. Στη θέση της έρρεε ο χείμαρρος Κο(υ)ραδάς. Πιο συγκεκριμένα, η θέση του εργοστασίου ήταν στο τετράγωνο που ορίζεται από τις σημερινές οδούς Ειρήνης, Μοσχονησίων και Μπιζανίου. Όπως προκύπτει από το τοπογραφικό διάγραμμα, το εργοστάσιο αποτελούνταν από πολλαπλούς χώρους, εκατέρωθεν μιας εσωτερικής αυλής. Από την πλευρά της οδού Μπιζανίου υπήρχε ο χώρος της εγκατάστασης των βιομηχανικών μηχανημάτων τα οποία κινούνταν με πετρελαιοκινητήρα δυνάμεως 15 ίππων. Στην άλλη πλευρά και μετά την αυλή, υπήρχαν δύο αποθήκες και αποξηραντήρια του προϊόντος καθώς και ένα γραφείο που πρέπει να χρησιμοποιείτο ως χώρος διοίκησης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην σχεδόν ίδια περιοχή βρίσκονταν άλλες δύο βιοτεχνικές μονάδες: ένα σαπωνοποιίο (του Κωνσταντίνου Πάλιου), εφαπτόμενο μάλιστα στην Μακαρονοποιία, και ένα ελαιοτριβείο (του Πέτρου Ζαρόγκα), στην δυτική όχθη του χειμάρρου. Τέλος, πέρα από τις κατοικίες και τα καταστήματα που σημειώνονται στο διάγραμμα, παρατηρούμε και την ύπαρξη κήπων σε μιαν περιοχή που σήμερα είναι πλήρως οικοδομημένη.  
Ο πρώτος συνεταίρος, ονόματι Εμμανουήλ Αναγνωστόπουλος, φαίνεται να είναι κάτοικος Αθηνών. Ο δεύτερος, ίσως ονομαζόταν Μιλτιάδης και δεν γνωρίζουμε αν είχε κάποια σχέση με τον Ιωάννη Σάμιο που την ίδια περίπου εποχή ίδρυσε ελαιοτριβείο στην περιοχή του Φόρου. Σε αίτηση που καταθέτει στις 16-4-1927 η Εταιρεία προς το Υπουργείο Συγκοινωνιών, αρμόδιο τότε για ζητήματα σχετικά με τη βιομηχανία, ο Εμ. Αναγνωστόπουλος αιτείται από το αρμόδιο Τμήμα του Υπουργείου να διατάξει «ει δυνατόν, τηλεγραφικώς, την Αστυνομικήν Διεύθυνσιν Πρεβέζης όπως επιτρέψη την συνέχισιν των εργασιών του νεωστί ιδρυθέντος εκείσε εργοστασίου μας Μακαρονοποιίας μέχρις εκδόσεως της σχετικής αδείας λειτουργίας δι’ ης επεβάλομεν την προς τούτο αίτησιν, ινα μη στερηθώσι των εργασιών των τόσοι εργάται». Στη συνέχεια ο ίδιος σημειώνει ότι το εργοστάσιο «λειτουργεί από μηνός», τοποθετώντας έτσι την ίδρυσή του στον Μάρτιο του 1927. Ενδιαφέρον προξενεί το γεγονός ότι οι εργοστασιάρχες επικαλούνται τη φροντίδα του Υπουργείου για τους εργαζομένους και δεν χρησιμοποιούν οικονομικά επιχειρήματα για να καταδείξουν την ανάγκη αδειοδότησης της βιομηχανίας τους. Δυστυχώς οι ιδιοκτήτες δεν δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τον αριθμό του προσωπικού του εργοστασίου. Ωστόσο, η αναφορά στους εργαζομένους μας υποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι η ίδρυση και λειτουργία βιοτεχνικών και βιομηχανικών μονάδων συνεπαγόταν και την δημιουργία μιας ειδικής κατηγορίας εργατικού δυναμικού, των βιομηχανικών εργατών.
Από πλευράς του το Υπουργείο χορήγησε δίμηνη προσωρινή άδεια λειτουργίας η οποία όπως θα διαπιστώσουμε ανανεωνόταν αργότερα για αντίστοιχα μικρά χρονικά διαστήματα. Σύντομα όμως η λειτουργία της προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των περιοίκων. Έτσι, η συγκεκριμένη μονάδα αποτελεί και για έναν ακόμα λόγο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εισόδου της πόλης στην βιομηχανική πραγματικότητα. Όπως σημειώνει ο Νομομηχανικός Πρεβέζης οι περίοικοι, «ένεκα των εντελώς προχείρων μέσων άτινα εχρησιμοποίησεν ο ιδιοκτήτης κατά την εγκατάστασιν, παρενοχλούνται τόσον εκ του παραγόμενου κρότου όσον και εκ των εξερχομένων καπνών. […]. Η σημερινή έξοδος των καπνών της εξατμίσεως είναι μεταξύ των γεφυρών [του χειμάρρου Κοραδά], εξέρχεται δε απευθείας εις τον χείμαρρον ώστε η διάβασις δια των δύο γεφυρών σήμερον τυγχάνει αδύντατος λόγω της ποσότητος του εξερχομένου καπνού. Οι περίοικοι πλην των άνω παραπόνων διετύπωσαν και την παράκλησιν όπως διαταχθή η Αστυνομική Αρχή να μην επιτρέπει την λειτουργίαν του εργοστασίου κατά τας μεσημβρινάς ώρας καθ όσον ήδη λόγω της μεγάλης ζητήσεως το Εργοστάσιον λειτουργεί μέχρι της 1 μ.μ.. και επαναλαμβάνει τας εργασίας του τας 2 μ..μ.».
Η αναφορά του Νομομηχανικού περί  «μεγάλης «ζητήσεως»,οι εντατικοί ρυθμοί με τους οποίους φαίνεται ότι λειτουργούσε το εργοστάσιο το οποίο διέκοπτε τις εργασίες του μόνο για μια ώρα, και τέλος, η διαφημιστική εκστρατεία της συγκεκριμένης επιχείρησης η οποία προκύπτει από καταχώρηση σε εφημερίδα των Ιωαννίνων (εφ. Ηπειρωτικός Αγών, φ. 44, 30-8-1927), αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για το γεγονός ότι η Μακαρονοποιία επιχείρησε μια δυναμική είσοδο στην ηπειρωτική αγορά. Αξίζει μάλιστα να σταθούμε στη χρήση της εμπορικής επωνυμίας «Ηπειρωτική Βιομηχανία – Εργοστάσιον Ζυμαρικών Σαμίου & Αναγνωστοπούλου» που χρησιμοποιήθηκε στη διαφήμιση, στην οποία τονίζεται η ηπειρωτική διάσταση της επιχείρησης, καθώς και οι τιμές και η ποιότητα των προϊόντων της που χαρακτηρίζονται ως εφάμιλλα των ιταλικών. (Η εικόνα προέρχεται από την έκδοση του Ιδρύματος Ακτία Νικόπολις «Η εμπορική διαφήμιση στην Πρέβεζα τον καιρό του Μεσοπολέμου» του Κωνσταντίνου Χρ. Κωστούλα).
Πάντως για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που επεσήμαναν οι περίοικοι, ο Νομομηχανικός Πρεβέζης πρότεινε συγκεκριμένες κατασκευαστικές παρεμβάσεις και βελτιώσεις στο εργοστάσιο οι οποίες ενσωματώθηκαν σχεδόν αυτούσιες σε επόμενη προσωρινή άδεια διάρκειας ενός έτους που εξέδωσε το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Συγκοινωνίας στις 1-10-1927. Οι αλλαγές στις οποίες έπρεπε να προβούν οι ιδιοκτήτες της Μακαρονοποιίας αφορούσαν τον περιορισμό του παραγόμενου θορύβου με κατάλληλες διαρρυθμίσεις στο χώρο και την διευθέτηση του εξερχόμενου καπνού με τοποθέτηση σωλήνα ύψους 8 μέτρων. Επιπλέον, περιορίζονταν οι ώρες λειτουργίας της επιχείρησης σε μεταξύ 7:00-12:00 π.μ. και 3:30-7:00 μ.μ.
Οι ιδιοκτήτες συμμορφώθηκαν με τις συστάσεις του Υπουργείου και για τον λόγο αυτό το 1928 ζήτησαν την έκδοση οριστικής άδειας. Εντούτοις, χορηγήθηκε ξανά προσωρινή άδεια (20-10-1928), αυτήν την φορά όμως διάρκειας 2 ετών. Εντός αυτής της διετίας φαίνεται να άλλαξε και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Επιχείρησης καθώς σε αίτηση ανανέωσης της άδειας τον Σεπτέμβριο του 1930 η Εταιρεία ονομάζεται πλέον «Εμμανουήλ Αναγνωστόπουλος και Σία». Η άδεια ανανεώθηκε προσωρινά τον Οκτώβριο για τρεις μήνες με την προοπτική επιθεώρησης του εργοστασίου. Λίγο όμως πριν την λήξη της, συνέβη ένα έκτακτο περιστατικό το οποίο υπήρξε και καθοριστικό για την τύχη της επιχείρησης. Όπως πληροφορούμαστε από αίτηση – διαμαρτυρία των περιοίκων της οδού Μπιζανίου στις 13-12-1930, το βράδυ της 12ης προς 13 του μήνα, σημειώθηκε πυρκαγιά στην βιοτεχνία. Το αίτημα των κατοίκων ήταν «όπως απαγορευθή εις τον ειρημένον εργοστασιάρχην η εξακολούθησις της εργασίας του εν τω αυτώ εργοστασίω, καθόσον διατρέχομεν τον κίνδυνον νέας πυρκαιάς, ήτις θα προξενήση ανυπολογίστους ζημίας εις ημάς, όντας πτωχούς βιοπαλαιστάς, μη δυναμένους να πληρώνωμεν ασφάλιστρα, ίνα ασφαλίσωμεν την μονην περιουσίαν μας». Στη συνέχεια της αναφοράς τους όμως θέτουν το θέμα της χωροθέτησης των βιοτεχνικών μονάδων, αναφερόμενοι φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. «Ει και ηδύνατο τις ειπείν, ότι έδει να απαγορεθή απολύτως και προ της πυρκαιας ακόμη η εγκατάστασις του εργοστασίου εις κεντρικόν μέρος της πόλεως και εις οίκημα συνεχόμενον προς άλλα οικήματα, απέχον δε μόλις τρία μέτρα από τις απέναντι της οδού ταύτης οικήματα».
Μετά τα γεγονότα αυτά και ενόψει της λήξης της προσωρινής άδειας του εργοστασίου το Υπουργείο ζήτησε από τον Νομομηχανικό Πρέβεζας να μελετήσει τις μέχρι τότε οδηγίες που είχε στείλει σχετικά με τη συγκεκριμένη βιομηχανία, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός της πρόσφατης διαμαρτυρίας των κατοίκων. Απαντώντας ο Νομομηχανικός Πρέβεζας υποστήριξε ότι κατά την εν γένει λειτουργία της επιχείρησης δεν υπήρχαν παράπονα αλλά δεδομένης της αποτέφρωσης του εργοστασίου, η άποψή του ήταν ο ότι ο ιδιοκτήτης θα έπρεπε να υποβάλει νέα σχέδια του κτιρίου και της μηχανολογικής εγκατάστασης. Ωστόσο, το υπουργείο έδωσε την εντολή να μην εγκριθούν σχέδια ανέγερσης του κτιρίου αν πρώτα ο ιδιοκτήτης δεν λάμβανε ειδική άδεια σχετικά με την μηχανολογική εγκατάσταση. Αυτό είναι και το τελευταίο έγγραφο του φακέλου. Φαίνεται ότι ο ιδιοκτήτης δεν προχώρησε στις απαραίτητες ενέργειες με αποτέλεσμα να τερματιστεί έτσι οριστικά η λειτουργία αυτής της βραχύβιας επιχείρησης.
Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα, θα ανακεφαλαιώσουμε τις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από το Αρχείο της Διεύθυνσης Βιομηχανίας υπογραμμίζοντας τη σημασία τέτοιων αρχείων για την τεκμηρίωση της ιστορίας της Πρέβεζας. Καταρχάς, το αρχείο αυτό αντικατοπτρίζει την βιοτεχνική και βιομηχανική εικόνα της πόλης και του Νομού Πρέβεζας, δίνοντας μας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη αυτού του παραγωγικού τομέα της τοπικής οικονομίας. Επιπλέον, το είδος των εγγράφων που συγκροτούν τους σχετικούς φακέλους του αρχείου παρέχει ενίοτε ευρύτερες πληροφορίες για την περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, τα τοπογραφικά διαγράμματα της χωροθέτησης της κάθε μονάδας αποτελούν πολύτιμη πηγή ανασύνθεσης του αστικού και περιαστικού τοπίου ιδιαίτερα της πόλης της Πρέβεζας, επιτρέποντάς μας να εντοπίσουμε τις αλλαγές που επήλθαν στην οικιστική και πολεοδομική δομή της πόλης. Όπως ήδη διαπιστώσαμε, το παράδειγμα της Μακαρανοποιίας, που παραπάνω χρησιμοποιήσαμε, υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο μιαν τέτοια ερευνητική προσπάθεια καθώς το συνημμένο στον σχετικό φάκελο διάγραμμα υποδεικνύει τη θέση του χειμάρρου Κο(υ)ραδά και των πέριξ κήπων, βιοτεχνικών μονάδων, οικιών και καταστημάτων.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο αρχείο αποδεικνύεται ενδιαφέρον όχι μόνο για τους ερευνητές της ιστορίας της Πρέβεζας αλλά και για τους μελετητές της ελληνικής βιοτεχνικής και βιομηχανικής ιστορίας και αρχαιολογίας. Οι φάκελοι περιλαμβάνουν συχνά πληροφορίες για τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό των μονάδων που είτε περιγράφονται σε τεχνικές εκθέσεις είτε αποτυπώνονται σε σχέδια.
Πέρα από τις παραπάνω κατηγορίες πληροφοριών που μπορούν να αντληθούν λίγο πολύ από τους περισσότερους φακέλους, πρέπει να σημειώσουμε ότι αναλόγως με την κάθε περίπτωση, μπορούμε να εντοπίσουμε και άλλου είδους πληροφορίες που είναι μεν τυχαίες, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, καθώς ενδεχομένως δεν προκύπτουν από άλλες πηγές. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε τις ενδείξεις για τον ανταγωνισμό μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων ή τις πληροφορίες για τις επιπτώσεις της λειτουργίας βιομηχανικών μονάδων στην περιοχή χωροθέτησής τους.

Το αρχείο της Διεύθυνσης Βιομηχανίας που βρίσκεται στα ΓΑΚ Πρέβεζας περιμένει λοιπόν τους ερευνητές για να αποκαλύψει μια πληθώρα πληροφοριών που μπορούν να εμπλουτίσουν τη γνώση αλλά και την αντίληψή μας τόσο για την Πρέβεζα του παρελθόντος όσο και για την ανάπτυξη και κάμψη της βιοτεχνίας και τη βιομηχανίας που αποτελούν έναν σημαντικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, ενίοτε όμως διαφεύγει της δέουσας προσοχής μας. Την ίδια στιγμή, όμως, τα ΓΑΚ Πρέβεζας ευελπιστούν στον εμπλουτισμό τους με αρχειακό υλικό που αφορά την βιομηχανική ιστορία του τόπου μας. Για τον λόγο αυτό απευθύνουμε έκκληση και πρόσκληση στις οικογένειες που είχαν αναπτύξει βιοτεχνική και βιομηχανική δραστηριότητα να επικοινωνήσουν με την υπηρεσία μας προκειμένου να αναδειχτεί το αρχειακό υλικό που ενδεχομένως διασώζεται στη κατοχή τους από αυτήν τη δραστηριότητα.